Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

τρώγω γιά

  • 1 есть

    есть I
    несов
    1. τρώγω:
    \есть за четверых разг τρώγω γιά δέκα·
    2. (выедать, разъедать) κατατρώγω, τρώγω (о ржавчине)! διαβιβρώσκω (о кислоте) / ἐρεθίζω, τσούζω (о дыме)· ◊ \есть поедо́м τρώγω κάποιον μέ τή γκρίνια μου· \есть глазами кого-л. τρώγω (κάποιον) μέ τά μάτια μου.
    есть II
    1. наст. вр. от быть 1.
    2. безл εἶναι, ἐχει, ὑπάρχει:
    в этой комнате \есть два окна αὐτό τό δωμάτιο ἔχει δύο παράθυρα· у меня \есть... (έγώ) ἔχω...· \есть надежда ὑπάρχει ἐλπίδα· ◊ что \есть силы μέ ὀλα μου τά δυνατά· так и \есть! ἔτσι εἶναι!, αὐτό εἶναι!
    есть III
    межд воен. разг μάλιστα!

    Русско-новогреческий словарь > есть

  • 2 занять

    ρ.σ.μ. (γραμμ. στοιχεία βλ. занять 2)
    δανείζομαι χρήματα.
    займу, займешь, παρλθ. χρ. занял,) -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. занявший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. занятый, βρ: -нят, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. (για χώρο) καταλαμβάνω, πιάνω•

    книги -ли всю полку τα βιβλία έπιασαν ολο το ράφι.

    || πιάνω θέση•

    судьи -ли свой места οι δικαστές κατέλαβαν τις θέσεις τους.

    || πιάνω υπηρεσιακή θέση•

    занять место секретаря πιάνω δου λειά γραμματικού.

    || παίρνω θέση σε αγώνισμα.
    2. κυριεύω•

    занять крепость κυριεύω φρούριο.

    3. απασχολώ, τρώγω (για χρόνο).
    4. απασχολώ, δίνω δουλεία. τραβώ, κινώ το ενδιαφέρο. || προξενώ χαρά, διασκεδάζω, φαιδρύνω, καλοκαρδίζω.
    εκφρ.
    дух (ή дыхание) заняло (занимает) – μου πιάστηκε (μου πιάνεται) η αναπνοή•
    занять оборону – πιάνω αμυντική γραμμή.

    Большой русско-греческий словарь > занять

  • 3 прососать

    -сосу, -сосшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. прососанный, βρ: -сан, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. διαβιβρώσκω, τρώγω (για υγρά).
    2. βυζαίνω, ρουφώ (για ένα χρον. διάστημα).
    δια-βιβρώσκομαι, τρώγομαι.

    Большой русско-греческий словарь > прососать

  • 4 подогнать

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. подогнанный, βρ: -нан, -а, -о.
    1. φέρω, οδηγώ, κατευθύνω πλησίον ή κάτω απο•

    подогнать скот к воротам οδηγώ τα ζώα κοντά στην αυλόπορτα•

    подогнать лодку под мост κατευθύνω τη βάρκα κάτω από το γεφύρι.

    2. επισπεύδω, επιταχύνω, αναγκάζω να τρέξει ή να πράξει ταχύτερα•

    подогнать лошади αναγκάζω (μαστιγώνω) τα άλογα να τρέξουν γρηγορότερα•

    подогнать ленивца αναγκάζω τον τεμπέλη να δουλεύει γρηγορότερα.

    || ξεπερνώ την καθυστέρηση.
    3. φέρνω στα μέτρα, συνταιριάζω• συναρμόζω, κάνω να συμπέσει λεπτύνω, τρώγω. || (για χρόνο)• κανονίζω, καθορίζω να συμπέσει (με κάτι άλλο)•

    подогнать свадьбу к празднику κανονίζω να συμπέσει ο γάμος με τη γιορτή..

    Большой русско-греческий словарь > подогнать

  • 5 есть

    ем, ешь, ест, едим, едите, едят, χρ. παρλθ. ел, ела, ело, προστκ. ешь,
    επιρ. μτχ. δεν έχει•
    ρ.δ.
    1. τρώγω•

    мне хочется есть θέλω νά φάω•

    есть суп τρώγω σούπα•

    есть скоромное τρώγω μη νηστήσιμο φαγητό•

    я целый день ничего ни ел όλη τη μέρα δεν έφαγα τίποτε•

    он не ест мяса αυτός δεν τρώγει το κρέας.

    || τρωγαλίζω, ροκανίζω.
    2. διαβιβρώσκω, φθείρω,καταστρέφω•

    ржавчина ест железо η σκουριά τρώγει το σίδερο.

    || ερεθίζω•

    дым ест глаза από τον καπνό τσούζουν τα μάτια μου.

    3. μτφ. βασανίζω•

    его ела грусть τον έτρωγε η θλίψη.

    4. μτφ. (απλ.) γκρινιάζω, τρώγω με τη γκρίνια•

    жена ела его с утра до вечера η γυναίκα του τον έτρωγε με τη γκρίνια από το πρωί ως το βράδυ.

    εκφρ.
    есть чужой хлеб – είμαι παράσιτος, χαραμοφαγης•
    есть глазами – τρώγω με τα ματιά, επίμονα κοιτάζω•
    есть просит – (αστ.) είναι τρύπιος (σαν το ανοιχτό στόμα), χρειάζεται διόρθωμα (για ενδύματα, υποδήματα κλπ.) — не хочу χορταίνω βλέποντας (για αφθονία φαγώσιμων).
    1. γ/ ενκ. πρόσ. ενεστ. του ρ. быть.
    2. με σημ. των άλλων προσώπων του ενεστ. του ρ. быть: какавы мы есть красавцы τι όμορφονιοί που είμαστε εμείς•

    кто ты -? ποιος είσαι εσύ;•

    надо знать, как вещи есть πρέπει να μάθω πώς έχουν τα πράγματα•

    я есть (σπάνια) εγώ είμαι.

    3. υπάρχει, υπάρχουν, υφίσταται, υφίστανται•

    есть такая партия υπάρχει τέτοιο κόμμα.

    εκφρ.
    есть такое дело – καλά, σύμφωνος, έτσι και θα γίνει•
    так и есть – ναι, πραγματικά.
    επιφ. (στρατ.) στις διαταγές σας, όπως διατάξτε• διατάξτε.

    Большой русско-греческий словарь > есть

  • 6 закусывать

    заку́сывать I
    несов (прикусывать):
    \закусывать губу́ δαγκάνω τά χείλια μου.
    заку́сывать II
    несов
    1. κολατσίζω, προγευματίζω:
    \закусывать наскоро τρώγω κάτι πρόχειρα, τσιμπάω κάτι στό πόδι·
    2. (заедать чем-л.) τρώγω κάτι γιά μεζέ (или γιά προσφάϊ):
    \закусывать лекарство варе́ньем παίρνω τό φάρμακο μέ γλυκό.

    Русско-новогреческий словарь > закусывать

  • 7 заправить

    -влю, -вишь
    ρ.σ.μ.
    1. διευθετώ, τακτοποιώ, συμμαζεύω•

    заправить рубашку в брюки βάζω το πουκάμισο μέσα στο παντελόνι•

    заправить брюки в сапоги βάζω τα πατζάκια στις μπότες.

    2. ксс-ρυκεύω, αρταίνω.
    3. εχοιμάζω•

    заправить швейную машину ετοιμάζω τη ραφτομηχανή (για ράψιμο)•

    -машину ετοιμάζω το αυτοκίνητο (για εκκίνηαη).

    εκφρ.
    заправить койку – συγυρίζω το κρεβάτι.
    1. εφοδιάζομαι, με καύσιμη ύλη•

    заправить бензином ρίχνω βενζύνη (στη μηχανή).

    2. τρώγω και. πίνω καλά• προετοιμάζομαι,• хррошо заправить на дорогу τρώγω και πύνω καλά πριν να πάρω δρόμο.

    Большой русско-греческий словарь > заправить

  • 8 съесть

    съем, съешь, съест, съедим, съедите, съедят, παρλθ. χρ. съел, -ла, -ло παθ. μτχ. παρλθ. χρ. съеденный, βρ: -ден, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. τρώγω•

    съесть суп τρώγω σούπα•

    съесть яблоко τρώγω μήλο.

    || μτφ. καταναλώνω, ζοδεύω• σπαταλώ. || μτφ. καταστρέφω, πνίγω, νετάρω, ξεκάνω.
    2. κατατρώγω•

    сукно съедено молью την τσόχα την έφαγε ο σκώρος.

    || κεντρώ, -ρίζω, τσιμπώ (για έντομα).
    3. βλ. есть 1 (2 σημ.).
    4. μαλώνω, επιπλήττω, επιτιμώ•

    тща совсем -ла его η πεθερά τον έφαγε με τη γκρίνια.

    || βασανίζω, τυραννώ•

    зависть -ла е την έφαγε η ζήλεια•

    тоска -ла его η θλίψη (μαράζι) τον έφαγε.

    5. υπομένω, ανέχομαι (ύβρη, προσβολή κ.τ.τ.).
    6. (απλ.) φθείρω τρίβοντας.
    εκφρ.
    съесть пилюлю – υπομένω αγόγγυστα προσβολή.

    Большой русско-греческий словарь > съесть

  • 9 стать

    стану, станешь ρ.σ.
    1. στέκομαι όρθιος, στέκομαι, ίσταμαι•

    стать у стены στέκομαι στον τοίχο•

    стать у дверях στέκομαι στην πόρτα•

    стать в очередь στέκομαι στη σειρά•

    стать на пост στέκομαι στο πόστο.

    || σηκώνομαι, εγείρομαι•

    стать на ноги σηκώνομαι στα πόδια (όρθιος)•

    стать на колени στέκομαι στα γόνατα.

    2. οτα.\ίατίύ, σταθμεύω•

    стать легерем στρατοπεδεύω•

    стать на ночовку σταθμεύω για διανυκτέρευση.

    || καταλαβαίνω, πιάνω θέση (για μάχη).
    3. μτφ. παίρνω θέση, τοποθετώ τον εαυτό μου.
    4. ξεσηκώνομαι (για αγώνα)•

    стать на защиту угнетнных ξεσηκώνομαι για υπεράσπιση των καταπιεζομένων.

    || ανατέλλω• βγαίνω• ανεβαίνω, υψώνομαι•

    месяц стал высоко το φεγγάρι ανέβηκε ψηλά.

    || παλ. αρχίζω• σηκώνομαι•

    стал ветер σηκώθηκε άνεμος•

    стала буря σηκώθηκε θύελλα•

    -ли волны σηκώθηκαν κύματα.

    || (διαλκ.) επέρχομαι, γίνομαι•

    -ла ночь νύχτωσε•

    скоро холод станет γρήγορα θα αρχίσει το κρύο.

    5. σταματώ, ανακόπτω (κίνηση, πορεία)•

    полк стал το σύνταγμα σταμάτησε.

    || παύω•

    часы -ли το ρολόγι σταμάτησε, έπαψε να λειτουργεί•

    мотор стал το μοτέρ σταμάτησε•

    стать работу σταματώ τη δουλειά.

    || (για ποτάμι) παγώνω. || (για πάγο) σχηματίζομαι, γίνομαι κατάλληλος (για χιονοδρομία).
    6. (απλ.) στοιχίζω.
    εκφρ.
    стать во главе – μπαίνω επικεφαλής•
    стать между кем – μπαίνω στη μέση (παρακινώ τον έναν κατά του άλλου)•
    стать на квартиру к комуβλ. встать на квартиру; стать на лд αρχίζω να παγοδρομώ•
    стать на лыжи – αρχίζω χιονοδρομία με σκι•
    стать на путьβλ. встать на путь• стать на учт είμαι γραμμένος (στον κατάλογο μιας οργάνωσης)•
    стать на якорь – στσ.μσ.τώ, ρίχνω άγκυρα•
    стать у власти – παίρνω την εξουσία.
    стану, станешь ρ.σ.
    1. (ως συνδετικό ρ. στο περιφραστικό κατηγόρημα)• αρχίζω• γίνομαι•

    я стал писать άρχισα να γράφω•

    он стал агрономом αυτός έγινε αγρονόμος.

    2. η οριστική του ενεστώτα σχηματίζει το μέλλοντα διαρκή αντί του «буду», «будешь»•, я не стану есть δε θα τρώγω•

    я не стану слушать δε θαυπακούω.

    3. συμβαίνω, λαβαίνω χώρα, γίνομαι• αποβαίνω.
    4. απρόσ. υπάρχω. || (με αρνητ ικό μόριο) δε θα υπάρχω, θα έχω πεθάνει•

    тогда меня не -нет τότε εγώ δε θα ζω.

    5. παλ. αρκώ, φτάνω•

    табак у меня -нет ο καπνός εμένα θα μου φτάσει.

    εκφρ.
    стало бытьκ. (απλ.)• стало (παρνθ. λ.) συνεπώς• δηλαδή•
    - ло быть вам не хочется работать – δηλαδή δε θέλεις να δουλέψεις•
    стать нет с кого ή от кого – (απλ.) απ αυτόν όλα να τα περιμένεις.
    βλ. ρ. ενεργ. φ. (3 σημ.).
    -и, γεν. πλθ. -ей θ.
    1. κορμοστασιά, παράστημα• σουλούπι, φιγούρα.
    2. μτφ. χαρακτήρας, ιδιότητα, ψυχοσύνθεση.
    3. (ως κατηγ.) είναι ευπρεπές. || χρησιμότητα, ανάγκη. || (με το αρνητικό μόριο не)• δεν ταιριάζει, δεν αρμόζει, δεν πρέπει,
    εκφρ.
    под стать – α) ομοιάζω με, όμοιος με σαν. β) ανάλογα, αντίστοιχα• παράλληλα.

    Большой русско-греческий словарь > стать

  • 10 выхлебать

    ρ.σ.μ.
    (απλ.) τρώγω ως το τέλος (για υδαρή τροφή)•

    выхлебать уху τρώγω ως το τέλος την ψαρρσουπα.

    Большой русско-греческий словарь > выхлебать

  • 11 закусить

    -ушу, -усишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. закушенный, βρ: -шен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    δαγκώνω•

    закусить губу δαγκώνω το χείλι.

    εκφρ.
    закусить удила – α) εξανίσταμαι, δεν υπακούω πια (για άλογο), θ) αποχαλινώνομαι•
    закусить язык – δαγκώνω τη γλώσσα (σιγώ, το βουλώνω).
    -ушу, -усишь
    ρ.σ.
    1. κολατσίζω, τρώγω πρόχειρα, τσιμπώ•

    закусить наскоро τρώγω στα πεταχτά.

    2. μ. πίνω με... закусить водку рыбкой πίνω βότκα με μεζέ ψαράκι•

    закусить лекарство конфеткой παίρνω φάρμακο και αμέσως μετά καραμέλα.

    || παίρνω μεζέ πριν το φαγητό.
    δαγκώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > закусить

  • 12 корень

    -рня, πλθ. корни
    -ей α.
    1. ρίζα•

    пустить -и ριζώνω, ριζοβολώ, απολάω ρίζες•

    вырвать с -ем ξεριζώνω•

    корень зуба η ρίζα του δοντιού•

    -и волос οι ρίζες των μαλλιών.

    2. μτφ. αρχή, πηγή, βάση, κύρια αιτία•

    корень зла η ρίζα του κακού.

    || παλ. γένος, οικογένεια• γεναρχία.
    3. (γραμμ.) ρίζα•

    корень и окончание ρίζα και κατάληξη.

    4. (μαθ.) ρίζα•

    извлечь квадратный корень βγάζω τετραγωνική ρίζαι•

    кубический корень κυβική ρίζα.

    εκφρ.
    в - – ριζικά εντελώς, τελείως, καθόλου, πέρα για πέρα•
    в -е я не согласен с вами – διαφωνώ πέρα για πέρα με σας•
    на -ю – αθέριστα (για σιτηρά)•
    - жизниβλ. женьшень• врасти (прирасти) -ими θεμελιώνομαι, ριζώνω, συνδέομαι γερά•
    запрячь (заложитьκ.τ.τ.) в корень ζεύω στο τιμόνι•
    в -е пресечь – προλαβαίνω το κακό, χτυπώ το κακό στη ρίζα (πριν μεγαλώσει)•
    смотреть (ή глядетьκ.τ.τ.) в корень μπαίνω στην ουσία της υπόθεσης, βρίσκω τη ρίζα, εμβαθύνω•
    краснеть (покраснеть) до волос – κοκκινίζω ως τ αυτιά•
    подорвать (подрубить, подкоситьκ.τ.τ.) под корень τρώγω τις ρίζες, υποσκάπτω τα θεμέλια.

    Большой русско-греческий словарь > корень

  • 13 навалить

    -валю, -валишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. наваленный, βρ: -лен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. ρίχνω κάτι βαρΰ, ογκώδες τοποθετώ, βάζω•

    мешок на телегу ρίχνω το τσουβάλι πάνω στο κάρο•

    -ли камень на могилу έβαλαν την ταφόπετρα στο μνήμα.

    || μτφ. φορτώνω, επιφορτίζω, επιβαρύνω•

    -ли на меня кучу забот με φόρτωσαν ένα σωρό φροντίδες.

    2. συσσωρεύω, σωριάζω, τοποθετώ άτακτα. || φορτώνω, γεμίζω.
    3. (για χιόνι) ρίχνω πολΰ•

    -ло много сн-гу χιόνισε πολύ.

    4. συγκεντρώνομαι, συναθροίζομαι, μαζεύομαι•

    народу -ло на площадь πλήθος λαού κατέκλυσε την πλατεία.

    5. (για φύλλα κ.τ.τ.) απρόσ. πέφτω σωρηδόν.
    1. επιπίπτω, πέφτω (ρίχνομαι) επάνω•

    навалить грудью πέφτω επάνω με το στήθος.

    || μτφ. φορτώνομαι, επιφορτίζομαι, επιβαρύνομαι. || μτφ. κυριεύομαι, κατέχομαι.
    2. μτφ. ορμώ, επιπίπτω μανιασμένα. || (για φαγητό) ρίχνομαι, τρώγω λαίμαργα.
    3. (ναυτ.) κλίνω γέρνω.
    4. πέφτω σωρηδόν.

    Большой русско-греческий словарь > навалить

  • 14 ну

    ну 1
    επιφ.
    1. (προκλητικό ή προτρεπτικό)• έλα, εμπρός, άιντε, άιντε ντε, (έλα) λοιπόν•

    ну не бойся έλα, έλα μη φοβάσαι•

    ну и что? λοιπόν και τι (μ αυτό);•

    ну так что же? ε, καλά και τι;•

    ну, а теперь λοιπόν, και τώρα;•

    ну, скорей λοιπόν, γρηγορότερα, γρήγορα-γρήγορα•

    ну, перестань λοιπόν, σταμάτα•

    ну, говори, что ты молчишь λοιπόν, λέγε, τι σιωπάς•

    ну, что дальше? λοιπόν, παρακάτω τι έγινε;

    2. άφησε με (μας), άσε με (μας), παράτα με (μας), ξεφορτώσου με (μας)• άπαγε•

    слышишь, что я говорю? – ну, тебя, слышу! ακούς τι λέω; – άσε με και συ, ακούω!•

    да ну его! (περιφρ.) ας τον απ εκεί! παράτα τον! και δεν τον παρατάς!

    || έξω απ εδώ, μακριά απ εδώ• δε μου χρειάζεται•

    я не ем чесноки... ну их! δεν τρώγω σκόρδα... μακριά απ εδώ!

    3. (εκφράζει θαυμασμό, αγαλλίαση, αγανάκτηση, ειρωνία)• τι, για ιδές, πω-πώ, ε!•

    ну и погода! τι καιρός! για δες καιρό που κάνει!•

    ну и виноград! τι σταφύλια! σταφύλια να δουν τα μάτια σου!

    ну 2
    (μόριο)
    1. ερωτ. (για αμφιβολία, θαυμασμό κ.τ.τ.) άραγε; τι λες; αλήθεια; είναι δυνατόν;•

    я сегодня уезжаю. – ну?! ή да ну?! – σήμερα αναχωρώ. – Αλήθεια (ναι);

    2. (και) αν, εάν•

    а ну как кто-нибудь нас увидит? και αν κάποιος μας δει;

    3. επιτακτ. ε, και, λοιπόν•

    ну, вот о чём мечтает και να τι ονειρεύεται•

    ну, не стыдно ли вам? και δεν ντρέπεστε;

    ну, вот ещё λοιπόν, να ακόμα, νάτα μας λοιπόν•

    ну конечно και βέβαια•

    ну нет όχι δεν•

    ну хорошо λοιπόν καλά•

    ну что? не видешь, что он больной? ε, τι (λοιπόν τι); δε βλέπεις που είναι άρρωστος;•

    ну, а... αλλ όμως...

    4. σύνδ. συμπερασ. λοιπόν, ώστε, επομένως...•

    ну это его дело... λοιπόν, είναι δική του υπόθεση.

    || κι έτσι τελικά.
    5. (απλ.) ας πούμε, ας υποθέσομε, ας παραδεχτούμε•

    ты говорил? ну говорил εσύ έλεγες; ну Ας πούμε έλεγα.

    εκφρ.
    ну-с! – (ε) λοιπόν!•
    ну, ну не буду – καλά, καλά δεν το ξανακάνω•
    ну и ну! ή ай да ну! – πω-πω!

    Большой русско-греческий словарь > ну

  • 15 пропустить

    ρ.σ.μ.
    1. αφήνω να περάσει, να διέλθει, να εισχωρήσει, να εισδύσει• επιτρέπω.
    2. εξυπηρετώ•

    столовая -ла за день тысячу людой το εστιατόριο εξυπηρέτησε για μια μέρα χίλια άτομα.

    || περνώ•

    пропустить нитку через уш-κο•

    иголки περνώ την κλωστή στην τρύπα του βελονιού.

    || διατρυπώ• διαπερνώ•

    пропустить гвоздь через доску διατρυπώ τη σανίδα με το καρφί.

    || διοχετεύω•

    пропустить воду через фильтр φιλτράρω το νερό.

    || κόβω•

    пропустить мясо через мясорубку περνώ το κρέας από την κρεατομηχανή, κόβω το κρέας στην κρεατομηχανή.

    || εξετάζω, ελέγχω• περνώ• υποβάλλω•

    пропустить проект через комиссию περνώ το σχέδιο από την επιτροπή (για έλεγχο).

    3. αναμερώ (για να περάσει κάποιος)•

    женщину с ребнком κάνω μέρος να περάσει η γυναίκα με το παιδάκι.

    || επιτρέπω την είσοδο•

    пропустить в парк επιτρέπω την είσοδο στο πάρκο.

    (αθλτ.) δεν μπορώ να αποτρέψω το γκολ•

    вратарь -ил мяч в ворота ο τερματοφύλακας δε μπόρεσε να αποτρέψει το γκολ.

    4. περνώ, διαβαίνω, διέρχομαι πλησίον. || ξεχνώ κάτι περνώντας από κοντά. || αφήνω να μου διαφύγει η ευκαιρία.
    5. αφήνω κενό. || παρέρχομαι• παραλείπω•

    пропустить несколько страниц αφήνω μερικές σελίδες.

    || απουσιάζω•

    пропустить урок απουσιάζω από το μάθημα.

    6. (απλ.) πίνω (ποτό), κατεβάζω. || τρώγω κάτι, τσιμπώ.
    εκφρ.
    никого не пропустить – δεν αφήνω κανέναν σε ησυχία.

    Большой русско-греческий словарь > пропустить

  • 16 полка

    полк||а I
    1. ж τό ράφι:
    книжная \полка τό ράφι γιά βιβλία·
    2. (в вагоне) τό ράφι γιά τίς ἀποσκευές (для багажа) / ἡ κλίνη, ἡ κουκέτα (для спанья)· ◊ положить зу́бы на \полкау разг'&Ь/ ἔχω νά ξύσω τό δόντι μου, τρώγω ψωμί καί σουγιά.
    полка II ж с.-х. τό βοτάνισμα, τό ξε-χορτάριασμα

    Русско-новогреческий словарь > полка

  • 17 отработать

    ρ.σ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отработанный, βρ: -тан, -а, -о.
    1. εργάζομαι, δουλεύω για να ξεπλερώσω. || εργάζομαι•

    отработать аванс δουλεύω για την προκαταβολή•

    я -ал восемь часов δούλεψα οχτώ ώρες.

    2. τελειώνω τη δουλειά.
    3. αφήνω τη δουλειά, παύω να εργάζομαι (λόγω γερατειών)•

    наш дедушка -ал ο παππούς δε δουλεύει άλλο πια.

    || φθείρομαι, αχρηστεύομαι από τη δουλειά, τρώγω το ψωμί μου.
    4. επεξεργάζομαι, δουλεύω, τελειοποιώ. || ασκούμαι, εξασκούμαι.
    τελειώνω την εργασία.

    Большой русско-греческий словарь > отработать

  • 18 провесить

    ρ.σ.μ. ζυγίζω λειψά τρώγω στο ζύγι, ζυγοκλοπώ.
    κάνω λάθος στο ζύγι.
    ρ.σ.μ.
    1. αναρτώ, κρεμώ (για ξήρανση).
    2. σταθμίζω, αλφαδιάζω.
    1. κρεμιέμαι για ξήρανση• ξηραίνομαι.
    2. κάμπτομαι, λυγίζω (από το βάρος).

    Большой русско-греческий словарь > провесить

  • 19 сверлить

    -лю, -лишь
    ρ.δ.μ.
    1. τρυπανίζω•

    сверлить железо τρυπανίζω σίδερο•

    сверлить доску τρυπανίζω σανίδα.

    || διατρυπώ. || κάνω διάτρηση εδάφους, διατρύω.
    2. (για ζώα, φυτά)• τρυπώ• τρώγω•

    гусеница -ит древесину η κάμπια τρώγει το ξύλο.

    3. (συνήθως απρόσωπο)• πονώ, με τρυπά πόνος. || (για ήχο) μου τρυπά•

    визгливый голос -ит уши η στριγγιά φωνή μου τρυπά τ αυτιά.

    || με τρώει, με βασανίζει, με κατατρύχει•

    мысль меня -ит η σκέψη με κατατρύχει.

    4. κοιτάζω επίμονα, διαπεραστικά,
    1. τρυπανίζομαι.
    2. τρυπιέμαι.

    Большой русско-греческий словарь > сверлить

  • 20 убрать

    уберу, убершь, παρλθ χρ. убрал
    -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. убранный, βρ: убран
    κ. -а, -о ρ.σ.μ.
    1. παίρνω•

    убрать со стола παίρνω τα πιατικά κλπ, από το τραπέζι (μετά το φαγητό).

    || βραχύνω, κοντεύω, μαζεύω, στενεύω, αφαιρώ το περίσσιο μέρος•

    убрать платье в талии μαζεύω το φόρεμα στη μέση•

    -подол на два сантиметра κοντεύω τον ποδόγυρο κατά δυο πόντους.

    2. αφαιρώ, βγάζω, περικόπτω, απορρίπτω (από κείμενο, έργο κ.τ.τ,).
    διώχνω, εκδιώκω•

    -ите его из комнаты πάρτε τον (βγάλτε τον) έξω από το δωμάτιο.

    || παίρνω για εξόντωση, εξοντώνω, φονεύω.
    3. συγκομίζω, συλλέγω, μαζεύω, σηκώνω•

    убрать вес хлеб с полей μαζεύω (σηκώνω) όλο το σιτάρι από τα χωράφια.

    4. βγάζω, θέτω σε αδράνεια, σταματώ τη λειτουργία•

    убрать всла βγάζω τα κουπιά-убрать паруса μαζεύω τα πανιά (σκάφους).

    5. τοποθετώ, βάζω•

    убрать бумаги в ящик παίρνω τα χαρτιά και τα βάζω στο συρτάρι.

    || μαζεώ, περιστέλλω•

    убери тво брюхо, мешает мне пройти μάζεψε την κοιλιά σου, με εμποδίζει να περάσω.

    || συμπερ ιλαβαίνω, κάνω να χωρέσει•

    все слова в одну строчку συμπερ ιλαβαίνω όλες τις λέξεις σε μια σειρά.

    6. (απλ.) τρώγω, κατεβάζω•

    за троих убрать суп για τρεις θα φάω σούπα.

    7. τακτοποιώ, συγυρίζω, διευθετώ, ευτρεπίζω•

    убрать постель συγυρίζω το κρεβάτι•

    убрать комнату συγυρίζω το δωμάτιο.

    || παλ. στολίζω• καλοντύνω• λουσάρω. || καλλωπίζω, κοσμώ.
    1. φεύγω, αναχωρώ•

    он -лся от сюда αυτός έφυγε απ εδώ.

    2. τελειώνω•

    вовремя, убрать с сенокосом έγκαιρα τελειώνω τη χορτοκοπή.

    3. συγυρίζομαι, τακτοποιούμαι, διευθετούμαι, ευτρεπίζομαι.
    4. στολίζομαι, καλοντύνομαι, λουσάρομαι• καλλωπίζομαι.
    5. χωρώ, συμπεριλαβαίνομαι•

    все слова -лись в одну строчку όλες οι λέξεις συμπερ ιλήφτηκαν σε μια σειρά (γραμμή).

    Большой русско-греческий словарь > убрать

См. также в других словарях:

  • τρώγω — και τρώω έφαγα, φαγώθηκα, φαγωμένος 1. μασώ και καταπίνω τροφή: Έφαγε σούπα και φρούτα. 2. γευματίζω, δειπνώ: Κάτσε να φάμε. 3. μου αρέσει κάποιο φαγητό: Δεν τρώει τις μπάμιες. 4. δε νηστεύω, τρώω αρτύσιμα: Ανήμερα Μεγάλη Παρασκευή τρώ(γ)ει. 5.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τρώγω — ΝΜΑ, και τρώω Ν, και δωρ. τ. τράγω Α μασώ και καταπίνω στερεά ή ημιστερεά τροφή, εσθίω (α. «ζεστό ψωμί δεν έφαγα / γλυκό κρασί δεν ήπια», δημ. τραγούδι β. «ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα», ΚΔ) νεοελλ. 1. (κατ επέκτ.) παίρνω… …   Dictionary of Greek

  • ακρίδα — Κοινή ονομασία εντόμων που ανήκουν στις υποτάξεις των ξιφοφόρων και των κοιλοφόρων. Διακρίνονται εύκολα μεταξύ τους γιατί τα πρώτα έχουν πολύ μακριές και νηματοειδείς κεραίες, ενώ τα δεύτερα κοντόχοντρες· επιπλέον τα ξιφοφόρα έχουν μακρύ… …   Dictionary of Greek

  • γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… …   Dictionary of Greek

  • λαφύσσω — λαφύσσω, αττ. τ. λαφύττω (Α) 1. (για άγρια ζώα) τρώγω ή πίνω με απληστία, κατασπαράζω, κατατρώγω, καταβροχθίζω («αἶμα καὶ ἔγκατα πάντα λαφύσσει», Ομ. Ιλ.) 2. (για τη φωτιά) κατακαίω, αφανίζω 3. (για νόσο) φθείρω, μαραίνω 4. μέσ. λαφύσσομαι (για… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …   Dictionary of Greek

  • άλογο — Λέγεται και ίππος και επιστημονικά ίππος ο ήμερος. Το ά., που είναι πολύ διαδεδομένο, είναι θηλαστικό περιττοδάχτυλο της υπόταξης των ιππομόρφων, της οικογένειας των ιππιδών. Το θηλυκό καλείται φοράδα ή φορβάς. Το σώμα του, με πολύ αρμονικές… …   Dictionary of Greek

  • νέμω — (ΑΜ νέμω) 1. διαμοιράζω, μοιράζω, διανέμω, απονέμω («Ζεὺς νέμων εἰκότως ἄδικα μὲν κακοῑς, ὅσια δ ἐννόμοις», Αισχύλ.) 2. μέσ. νέμομαι κατέχω κάτι και τό εκμεταλλεύομαι για δική μου ωφέλεια, καρπώνομαι, απολαμβάνω κάτι («περὶ τῶν ἐν τῇ ἀντιπέρας… …   Dictionary of Greek

  • αέρας — Όρος με πολλές ερμηνείες και χρήσεις. Ο άνεμος που δεν είναι πολύ δυνατός. Τo κλίμα ενός τόπου και μεταφορικά το ψυχολογικό κλίμα. Η εξωτερική εμφάνιση, το ύφος, το παρουσιαστικό. Η τόλμη, η αλαζονεία, η αυθάδεια. Έκφραση της ψυχικής διάθεσης. Η… …   Dictionary of Greek

  • λαμβάνω — και λαβαίνω (AM λαμβάνω, Α και λαββάνω, Μ και λαβάνω και λαβαίνω) 1. παίρνω κάτι στα χέρια μου ή πιάνω κάτι με τα χέρια μου και τό κρατώ (α. «λήψῃ δὲ μοσχάριον ἐκ βοῶν ἕν... καὶ ἄρτους ἀζύμους πεφυραμένους ἐν ἐλαίω», ΠΔ β. «χείρεσσι λαβὼν… …   Dictionary of Greek

  • χναύω — Α 1. τρώω με μικρές μπουκιές, τσιμπολογώ («ὡς ἕτοιμά σοι ἑφθὰ καὶ ὀπτὰ καὶ ἀνθρακιᾱς ἄπο χναύειν», Ευρ.) 2. μέσ. χναύομαι (κατά τον Ησύχ.) «χναύεται περικνίζεται, λαμβάνει». [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. τού καθημερινού λεξιλογίου, αβέβαιης ετυμολ., το …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»